- εὐπαράπειστος
- εὐπαρά-πειστος, ον,A easily persuaded,
φίλοις X.Ages.11.12
([comp] Sup.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φίλοις X.Ages.11.12
([comp] Sup.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευπαράπειστος — εὐπαράπειστος, ον (Α) αυτός που παραπείθεται εύκολα, που εξαπατάται εύκολα με δόλιους λόγους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα πείθω «πείθω, εξαπατώ»] … Dictionary of Greek
εὐπαράπειστος — easily persuaded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπαραπειστότατος — εὐπαράπειστος easily persuaded masc nom superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)